βέμπερ

βέμπερ
Μονάδα μαγνητικής ροής στο διεθνές σύστημα μονάδων, που πήρε το όνομά της από τον Γερμανό φυσικό Βίλχελμ Έντουαρντ Βέμπερ. Σημειώνεται με Wb. Ένα Wb είναι η μαγνητική ροή, που αν μηδενιστεί, προκαλεί διέλευση φορτίου 1 Cb μέσα από έναν κλειστό βρόγχο αντίστασης 1 Ω. Το Wb μπορεί να οριστεί επίσης ως η μαγνητική ροή, που αν μηδενιστεί ομαλά σε διάστημα ενός δευτερολέπτου, επάγει σε έναν κλειστό βρόγχο ηλεκτρεγερτική δύναμη ίση με ένα βολτ (1V). Η μονάδα β. (1Wb) ισούται με 108 Max (μάξγουελ, μονάδα μέτρησης της μαγνητικής ροής στο σύστημα S.I.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Βέμπερ, Καρλ Μαρία Φρίντριχ φον- — (Karl Maria Friedrich von Weber, Όιτιν, Όλντεμπουργκ 1786 – Λονδίνο 1826). Γερμανός συνθέτης. Τα πρώτα στοιχεία μουσικής τα διδάχτηκε από τον πατέρα του Φρανς Άντον (θείο της γυναίκας του Μότσαρτ, Κωνσταντίας Βέμπερ), πρώην αξιωματικό, που… …   Dictionary of Greek

  • Βέμπερ, Μαξ — (Max Weber, Ερφούρτη, Γερμανία 1864 – 1920). Γερμανός κοινωνιολόγος. Από τους θεμελιωτές της επιστήμης της κοινωνιολογίας, ο Β. επισήμανε την επίδραση του πολιτιστικού και πολιτικού παράγοντα στην οικονομική ανάπτυξη και στην ατομική συμπεριφορά …   Dictionary of Greek

  • Βέμπερ, Άντολφ Ντίτριχ — (Adolf Dietrich Weber, Ροστόκ 1753 – Ροστόκ 1817). Γερμανός νομομαθής. Καθηγητής πανεπιστημίου στο Κίελο και το Ροστόκ, ο Β. υπήρξε βαθύς γνώστης του ρωμαϊκού δικαίου και άσκησε μεγάλη επιρροή στη θεωρία και την πρακτική της νομικής επιστήμης της …   Dictionary of Greek

  • Βέμπερ, Βίλχελμ Έντουαρντ — (Wilhelm Eduard Weber, Βίτενμπεργκ 1804 – Γκέτινγκεν 1891). Γερμανός φυσικός. Ήταν γιος θεολόγου και αδελφός του Ερνστ Χάινριχ Β. (βλ. λ.). Υπήρξε καθηγητής της φυσικής στα πανεπιστήμια της Χάλης (1828) και του Γκέτινγκεν (1831), αλλά το 1837… …   Dictionary of Greek

  • Βέμπερ, Γκέοργκ — (Georg Weber, 1808 – 1888). Γερμανός ιστορικός. Σπούδασε ιστορία και αρχαία φιλολογία, έγινε καθηγητής της Ανώτερης Σχολής της Χαϊδελβέργης και από το 1848 έως το 1872 χρημάτισε διευθυντής της. Έκανε πολλά επιστημονικά ταξίδια σε διάφορες… …   Dictionary of Greek

  • Βέμπερ, Γκότφριντ — (Gotfried Weber, 1779 – 1839). Γερμανός συνθέτης και θεωρητικός της μουσικής. Σπούδασε αρχικά νομικά στα πανεπιστήμια της Χαϊδελβέργης και του Γκέτινγκεν και στη συνέχεια επιδόθηκε με ζήλο στην τελειοποίηση των μουσικών του γνώσεων. Ίδρυσε… …   Dictionary of Greek

  • Βέμπερ, Ερνστ Χάινριχ — (Ernst Heinrich Weber, Βυτεμβέργη 1795 – Λειψία 1878). Γερμανός φυσιολόγος και ψυχολόγος. Καθηγητής ανατομίας και φυσιολογίας στο πανεπιστήμιο της Λειψίας, συνέδεσε το όνομά του με μελέτες σχετικές με τη φυσιολογία του αίματος, του μεταβολισμού… …   Dictionary of Greek

  • Βέμπερ, Φρίντριχ Βίλχελμ — (Friedrich Wilhelm Weber, 1813 – 1894). Γερμανός γιατρός, συγγραφέας και ποιητής. Έγινε κυρίως γνωστός με το επικό ποίημά του Δεκατρείς φιλύρες (1878), που αναφέρεται στη διάδοση του χριστιανισμού στη Γερμανία. Το έπος αυτό, παρά την… …   Dictionary of Greek

  • Βέμπερ, Χάινριχ — (Heinrich Weber, Χαϊδελβέργη 1842 – Στρασβούργο 1913). Γερμανός μαθηματικός. Σπούδασε στη Χαϊδελβέργη, τη Λειψία και το Κένιγκσμπεργκ και έγινε καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης (1869), στο Πολυτεχνείο της Ζυρίχης (1870), στο… …   Dictionary of Greek

  • Λόιντ Βέμπερ, Άντριου — (Andrew Lloyd Webber, Λονδίνο 1948 –). Άγγλος μουσικοσυνθέτης. Γιος του μουσικοσυνθέτη Γουίλιαμ Λόιντ Βέμπερ, διευθυντή του Κολεγίου Μουσικής του Λονδίνου, ο Λ.Β. ασχολήθηκε με το είδος του μιούζικαλ, σε θεατρικές παραγωγές και σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”