Βέμπερ, Καρλ Μαρία Φρίντριχ φον- — (Karl Maria Friedrich von Weber, Όιτιν, Όλντεμπουργκ 1786 – Λονδίνο 1826). Γερμανός συνθέτης. Τα πρώτα στοιχεία μουσικής τα διδάχτηκε από τον πατέρα του Φρανς Άντον (θείο της γυναίκας του Μότσαρτ, Κωνσταντίας Βέμπερ), πρώην αξιωματικό, που… … Dictionary of Greek
Βέμπερ, Μαξ — (Max Weber, Ερφούρτη, Γερμανία 1864 – 1920). Γερμανός κοινωνιολόγος. Από τους θεμελιωτές της επιστήμης της κοινωνιολογίας, ο Β. επισήμανε την επίδραση του πολιτιστικού και πολιτικού παράγοντα στην οικονομική ανάπτυξη και στην ατομική συμπεριφορά … Dictionary of Greek
Βέμπερ, Άντολφ Ντίτριχ — (Adolf Dietrich Weber, Ροστόκ 1753 – Ροστόκ 1817). Γερμανός νομομαθής. Καθηγητής πανεπιστημίου στο Κίελο και το Ροστόκ, ο Β. υπήρξε βαθύς γνώστης του ρωμαϊκού δικαίου και άσκησε μεγάλη επιρροή στη θεωρία και την πρακτική της νομικής επιστήμης της … Dictionary of Greek
Βέμπερ, Βίλχελμ Έντουαρντ — (Wilhelm Eduard Weber, Βίτενμπεργκ 1804 – Γκέτινγκεν 1891). Γερμανός φυσικός. Ήταν γιος θεολόγου και αδελφός του Ερνστ Χάινριχ Β. (βλ. λ.). Υπήρξε καθηγητής της φυσικής στα πανεπιστήμια της Χάλης (1828) και του Γκέτινγκεν (1831), αλλά το 1837… … Dictionary of Greek
Βέμπερ, Γκέοργκ — (Georg Weber, 1808 – 1888). Γερμανός ιστορικός. Σπούδασε ιστορία και αρχαία φιλολογία, έγινε καθηγητής της Ανώτερης Σχολής της Χαϊδελβέργης και από το 1848 έως το 1872 χρημάτισε διευθυντής της. Έκανε πολλά επιστημονικά ταξίδια σε διάφορες… … Dictionary of Greek
Βέμπερ, Γκότφριντ — (Gotfried Weber, 1779 – 1839). Γερμανός συνθέτης και θεωρητικός της μουσικής. Σπούδασε αρχικά νομικά στα πανεπιστήμια της Χαϊδελβέργης και του Γκέτινγκεν και στη συνέχεια επιδόθηκε με ζήλο στην τελειοποίηση των μουσικών του γνώσεων. Ίδρυσε… … Dictionary of Greek
Βέμπερ, Ερνστ Χάινριχ — (Ernst Heinrich Weber, Βυτεμβέργη 1795 – Λειψία 1878). Γερμανός φυσιολόγος και ψυχολόγος. Καθηγητής ανατομίας και φυσιολογίας στο πανεπιστήμιο της Λειψίας, συνέδεσε το όνομά του με μελέτες σχετικές με τη φυσιολογία του αίματος, του μεταβολισμού… … Dictionary of Greek
Βέμπερ, Φρίντριχ Βίλχελμ — (Friedrich Wilhelm Weber, 1813 – 1894). Γερμανός γιατρός, συγγραφέας και ποιητής. Έγινε κυρίως γνωστός με το επικό ποίημά του Δεκατρείς φιλύρες (1878), που αναφέρεται στη διάδοση του χριστιανισμού στη Γερμανία. Το έπος αυτό, παρά την… … Dictionary of Greek
Βέμπερ, Χάινριχ — (Heinrich Weber, Χαϊδελβέργη 1842 – Στρασβούργο 1913). Γερμανός μαθηματικός. Σπούδασε στη Χαϊδελβέργη, τη Λειψία και το Κένιγκσμπεργκ και έγινε καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης (1869), στο Πολυτεχνείο της Ζυρίχης (1870), στο… … Dictionary of Greek
Λόιντ Βέμπερ, Άντριου — (Andrew Lloyd Webber, Λονδίνο 1948 –). Άγγλος μουσικοσυνθέτης. Γιος του μουσικοσυνθέτη Γουίλιαμ Λόιντ Βέμπερ, διευθυντή του Κολεγίου Μουσικής του Λονδίνου, ο Λ.Β. ασχολήθηκε με το είδος του μιούζικαλ, σε θεατρικές παραγωγές και σε… … Dictionary of Greek